μονιμότητα

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

η (Α μονιμότης)
μόνιμος
η ιδιότητα του μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια
νεοελλ.
το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα —και τη συναφή νομοθεσία— εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων, όπως λ.χ. παύσης, υποβιβασμού, μετάθεσης, εφόσον και για όσο χρόνο υπάρχουν οι σχετικές θέσεις.