μονοχρώματος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ον, = foreg., Diph.Siph. ap.Ath.3.90d, Dsc.2.61; of paintings, Plin.HN35.15.
German (Pape)
[Seite 206] dasselbe, Ath. III, 90 c.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονοχρώματος, -ον)
μονόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρώματος (< χρῶμα, -ατος πρβλ. λευκο-χρώματος, πολυ-χρώματος].