μπασιά

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

και εμπασιά, η
1. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς κάπου, είσοδος
2. στενωπός που επιτρέπει τη διάβαση
3. πλημμύρα, παλίρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβασία < ἔμβασις (< ἐμβαίνω, απ' όπου και το ρ. μπαίνω)].