ναρκοσυλλέκτης
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Greek Monolingual
ο στρατ.
1. ειδικά εκπαιδευμένος στρατιωτικός που ανακαλύπτει και εξουδετερώνει τις νάρκες
2. πολεμικό πλοίο ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για την ανακάλυψη και εξουδετέρωση ναρκών.