ναρκοσυλλέκτης

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

ο στρατ.
1. ειδικά εκπαιδευμένος στρατιωτικός που ανακαλύπτει και εξουδετερώνει τις νάρκες
2. πολεμικό πλοίο ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για την ανακάλυψη και εξουδετέρωση ναρκών.