μυριόπους
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A ten-thousand-footed, many-footed, σκώληξ Tz.H.13.561, Sch.Nic.Th.805. II having sides ten thousand feet long, τρίγωνον Thphr.CP6.2.4.
German (Pape)
[Seite 219] ποδος, zehntausendfüßig, mit unzählig vielen Füßen, zehntausend Fuß lang, breit, Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, πολύπους, σκώληξ Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν μῆκος ἢ πλάτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.
Greek Monolingual
μυριόπους, -ουν (ΑΜ)
αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια
αρχ.
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πούς.