ξαναγεννώ

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source

Greek Monolingual

-άω
1. αναγεννώ, δημιουργώ κάτι ή κάποιον εκ νέου
2. μέσ. ξαναγεννώμαι και ξαναγεννιέμαι και ξαναγεννιούμαι
α) γεννιέται για δεύτερη φορά
β. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναγεννώμαι, αναζωογονούμαι
γ) μεταβάλλομαι ριζικά, γίνομαι εντελώς άλλος («μα σαν τον είχε στερευτεί περισσά ετυραννάτο κι όλη εξαναμαλάσσετο κι όλη εξαναγεννάτο», Ερωτόκρ.)
δ) (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («μα όλα για μένα σφάλασι,... για μέ ξαναγεννήθηκεν η φύση τών πραμάτω», Ερωτόκρ.).