νέτωπον
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
τό,
A oil of bitter almonds, Hp.Mul.1.37, Epid.5.66, al. (μέτωπον is v.l. in Loc.Hom.12, al.):—also νετώπιον, Hsch. (cf. μετώπιον 11); cf. νίωπον.
Greek (Liddell-Scott)
νέτωπον: τό, ἔλαιον ἐκ πικρῶν ἀμυγδάλων, Ἱππ. 265. 44, 49, κτλ.· ὡσαύτως νετώπιον, «μύρον συντεθειμένον ἐκ πολλῶν μιγμάτων» Ἡσύχ.· ― ἴδε Κουμαν. Συναγωγ. Λέξ. Ἀθησ. ἐν λέξ. νέτ.
Greek Monolingual
νέτωπον, το (ΑΜ, Α και νίωπον και νετώπιον)
λάδι απο πικραμύγδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης και συνδέεται με εβραϊκό nātār, αραμαϊκό netāpā, nātōpā «σταγόνα από αρωματικό ρετσίνι»].