νικάδιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of νίκη,
A small figure of Victory (spelt νεικ-), CIG4558 (Acre), OGI426.5 (Haurân, i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
νικάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νίκη, ἀγαλμάτιον Νίκης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4558.
Greek Monolingual
νικάδιον, τὸ (Α)
μικρό άγαλμα της θεάς Νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικάς, -άδος + υποκορ. κατάλ. -ιον].