κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit
ξενουργῶ, -έω (Μ)κάνω ασυνήθιστα έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ουργῶ (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργώ].