Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μούρλα

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359

Greek Monolingual

και μούρλια, η
1. τρέλα, παραφροσύνη, ανισορροπία
2. μτφ. απερίσκεπτη ενέργεια
3. (στον τ. μούρλια)
α) ως επίθ. έξοχος, υπέροχος («αγόρασα ένα φόρεμα μούρλια»)
β) (ως επίρρ.) έξοχα, θαυμάσια («σού πάει μούρλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μουρλαίνω].