μυρτάς
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
German (Pape)
[Seite 222] άδος, ἡ, = μυρτίδανον 2), Nic. Ther. 513.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτάς: -άδος, ἡ, ὡς τὸ μυρτίνη, εἶδος ἀπιδ~ιᾶς», Νικ. Θηρ. 513.
Greek Monolingual
μυρτάς, ἡ (Α)
1. φρ. «μυρτὰς ὄγνη» — το δέντρο απιδέα η καρδιόφυλλος
2. ανώμαλη επίφυση στον κορμό και στα κλαδιά της μυρτιάς, το μυρτίδανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -άς (πρβλ. μοιχ-άς)].