μπαμ

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek Monolingual

το
άκλ.
1. ισχυρός κρότος, ιδίως η εκπυρσοκρότηση όπλου («ακούστηκε ένα μπαμ»)
2. φρ. «κάνω μπαμ»
i) προκαλώ μεγάλη εντύπωση, κάνω πάταγο
ii) διακρίνομαι έντονα, ξεχωρίζω
β) «μπαμ μπουμ»
(έναρθρ. ή άναρθρ.) η μάχη, ο πόλεμος («φοβάται το μπαμ μπουμ»).