μπαμ
From LSJ
το
άκλ.
1. ισχυρός κρότος, ιδίως η εκπυρσοκρότηση όπλου («ακούστηκε ένα μπαμ»)
2. φρ. «κάνω μπαμ»
i) προκαλώ μεγάλη εντύπωση, κάνω πάταγο
ii) διακρίνομαι έντονα, ξεχωρίζω
β) «μπαμ μπουμ»
(έναρθρ. ή άναρθρ.) η μάχη, ο πόλεμος («φοβάται το μπαμ μπουμ»).