μπουμ
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Greek Monolingual
το
(οικον.)
1. διεθνής όρος που χαρακτηρίζει την ανώτατη αιχμή του οικονομικού κύκλου, δηλαδή το ανώτατο σημείο ανόδου της οικονομίας πριν από την κάμψη
2. απότομη άνοδος τών τιμών στο χρηματιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. boom, λ. ηχομιμητικής προελεύσεως].