μπουκαδούρα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
και μποκαδούρα, η
ναυτ. άνεμος που πνέει από τα στόμια τών κόλπων ή τών λιμανιών με κατεύθυνση προς τον μυχό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boccatura < ιταλ. bocca «στόμα» < bucca «στόμα»].