μπέσα
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Greek Monolingual
η
1. αμοιβαίος λόγος τιμής για επιβεβαίωση φιλίας, συνεργασίας ή βοήθειας (α. «μπέσα σού λέω για ό,τι συμφωνήσαμε» β. «δώσανε μπέσα» — έδωσαν λόγο αμοιβαίας πίστης ή συμφιλιώθηκαν)
2. (κατ' επέκτ.) αξιοπιστία, εμπιστοσύνη («δεν έχει μπέσα» — είναι άνθρωπος που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευθεί, είναι αναξιόπιστος)
3. φρ. «μπέσα για μπέσα» — σύμφωνοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. bese].