μπορντούρα

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μπολντούρα, η
1. η άκρη, η παρυφή υφάσματος ή φορέματος
2. το κόσμημα, το γαρνίρισμα με το οποίο στολίζεται η παρυφή
3. πυκνή διακοσμητική σειρά χαμηλών φυτών στην άκρη ή στα χωρίσματα τών κήπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. bordure (< bord
βλ. λ. μπορ)].