οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω
2. εγκεντρίζω δένδρο
3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον
4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση του προτακτικού άτονου ε- (για την προφορά του μβ ως μπ (πρβλ. ἐμβαίνω > μπαίνω)].