μυξιάρης

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144

Greek Monolingual

και μυξάρης -άρα, -ικο μύξα
1. αυτός που του τρέχουν συνεχώς οι μύξες, μύξης
2. (ως μειωτικός χαρακτηρισμός) ανίκανος, μηδαμινός, τιποτένιος
3. το ουδ. ως ουσ. το μυξ(ι)άρικο
(περιφρονητικά) καχεκτικό παιδί.