ομελέτα

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η
έδεσμα που παρασκευάζεται από χτυπητά αβγά τηγανισμένα με λάδι ή βούτυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. omelette < αρχ. γαλλ. omelette, άλλη μορφή του alumelle «μικρή λάμα» < αρχ. γαλλ. lemelle < λατ. lamella «μικρό μεταλλικό πιάτο»].