μυσκέλενδρα

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυσκέλενδρα Medium diacritics: μυσκέλενδρα Low diacritics: μυσκέλενδρα Capitals: ΜΥΣΚΕΛΕΝΔΡΑ
Transliteration A: myskélendra Transliteration B: myskelendra Transliteration C: myskelendra Beta Code: muske/lendra

English (LSJ)

τά,

   A mouse-dung, Dsc.Eup.2.118, Poll.5.91, Hsch.: sg., Phot. (μυσικ- cod.): Att. word, acc. to Moer.p.264 P.

Greek Monolingual

μυσκέλενδρα, τὰ (Α)
περιττώματα ποντικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός». Η λ. συνδέεται πιθ. με λατ. muscerda (πρβλ. λ. σκώρ) ή σχηματίστηκε κατ' επίδρασιν του σκολοπένδρα «είδος σκουληκιού»].