μυστηρικός

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστηρικός Medium diacritics: μυστηρικός Low diacritics: μυστηρικός Capitals: ΜΥΣΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: mystērikós Transliteration B: mystērikos Transliteration C: mystirikos Beta Code: musthriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for mysteries, χοιρία Ar.Ach.747.

German (Pape)

[Seite 223] = μυστηριακός, χοιρίον, Ar. Ach. 712 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυστηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ μυστήρια, μυστηριακός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 747.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 initié aux mystères;
2 qui concerne les initiés, d’initié;
II. qui initie aux mystères.
Étymologie: μυστήριον.

Greek Monolingual

μυστηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή προορίζεται για μυστηριακή τελετή, μυστηριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστηρ-ίον, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. μυστήρ].