ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
[Seite 226] τό, = μόρον, Hesych.
μῶρον: τό, = μόρον, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 7. ― Κατὰ Κόντον (ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 565) πλημμελὴς ὁ διὰ τοῦ ω τύπος.
μῶρον, τὸ (Α)(δ. γρφ.) μόρον.