νεαλδής

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεαλδής Medium diacritics: νεαλδής Low diacritics: νεαλδής Capitals: ΝΕΑΛΔΗΣ
Transliteration A: nealdḗs Transliteration B: nealdēs Transliteration C: nealdis Beta Code: nealdh/s

English (LSJ)

ές, (ἀλδεῖν)

   A newly grown or produced, Opp.H.1.692.

German (Pape)

[Seite 234] ές, neu, frisch gewachsen, Opp. Hal. 1, 692.

Greek (Liddell-Scott)

νεαλδής: -ές, (ἀλδεῖν) νεωστὶ αὐξηθεὶς ἢ παραχθείς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 692.

Greek Monolingual

νεαλδής και νεοαλδής, -ές (Α)
αυτός που μόλις έχει παραχθεί ή αυτός που πολύ πρόσφατα έχει γεννηθεί, νεογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αλδής (< ἀλδαίνω «αυξάνω, δυναμώνω»), πρβλ. πολυ-αλδής].