νεκριμαῖος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρῐμαῖος Medium diacritics: νεκριμαῖος Low diacritics: νεκριμαίος Capitals: ΝΕΚΡΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: nekrimaîos Transliteration B: nekrimaios Transliteration C: nekrimaios Beta Code: nekrimai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A = θνησιμαῖος, of animals, Aq.De.14.8, Sch.Ar.Av.538, OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), Erot. and Hsch. s.v. κενέβρεια; also of a human being, τὸ ν. LXX 3 Ki.13.25.

German (Pape)

[Seite 237] von todten Thieren, verreckt, Sp., wie Ael. H. A. 6, 2, vgl. Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρῐμαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ θνησιμαῖος, ἐπὶ ζῴων, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΔ΄, 8), Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Ὄρν. 538, Ἡσύχ. ἐν λ. κενέβρεια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bête morte.
Étymologie: νεκρός.

Greek Monolingual

νεκριμαῑος, -αία, -ον (Α)
1. νεκρικός, θνησιμαίος
2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον
το θνησιμαίο, το πτώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ιμαῖος (< -ιμος και -αῖος), πρβλ. κοινων-ιμαίος, υποβολ-ιμαίος).