νεκρών
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A burial-place, IG 5(2).176 (Tegea, ii B.C.), AP7.610 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 238] ῶνος, ὁ, Begräbnißort, Pallad. 146 (VII, 610).
Greek (Liddell-Scott)
νεκρών: -ῶνος, ὁ, τόπος ταφῆς τῶν νεκρῶν, κοιμητήριον, Ἀνθ. Π. 7. 610.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
tombeau, cimetière.
Étymologie: νεκρός.
Greek Monolingual
νεκρών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος ταφής τών νεκρών, νεκροταφείο, κοιμητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. μελισσ-ών, μηλ-ών)].