νεκροτόκιον
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
German (Pape)
[Seite 238] τό, das Todtgeborene, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροτόκιον: τό, = ἀμβλωθρίδιον, Μαξίμ. Ὁμολ. Σχόλ. 141Β, C.
Greek Monolingual
νεκροτόκιον, τὸ (Μ)
το βρέφος που γεννήθηκε νεκρό, που υπέστη αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -τόκιον (< -τόκος < τίκτω)].