νεότομος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότομος Medium diacritics: νεότομος Low diacritics: νεότομος Capitals: ΝΕΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: neótomos Transliteration B: neotomos Transliteration C: neotomos Beta Code: neo/tomos

English (LSJ)

ον,

   A fresh-cut, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); ν. πλήγματα newly inflicted, S. Ant.1283.    II freshly cut off, ἕλιξ E.Ba.1170 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 245] = νεότμητος; ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ, Aesch. Ch. 25; νεοτόμοισι πλήγμασι, Soph. Ant. 1268; Eur. Bacch. 1169 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεότομος: -ον, ὁ νεωστὶ κοπεὶς ἢ ἀνοιχθεὶς διὰ τοῦ ἀρότρου, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· νεοτόμοισι πλήγμασιν, νεωστὶ κατενεχθεῖσι, Σοφ. Ἀντ. 1283. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ ἀποκοπείς, ἕλξις Εὐρ. Βάκχ. 1171.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fraîchement coupé ou entaillé;
2 qui vient d’être asséné.
Étymologie: νέος, τέμνω.

Greek Monolingual

νεότομος, -ον (Α)
1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου
2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα
3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. ολιγό-τομος].