νοιάζει

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

και γνοιάζει
(τριτοπρόσ.) ενδιαφέρει, προκαλεί έγνοια, φροντίδα («δεν μέ νοιάζει τί θα πει ο κόσμος»)
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το μέσο νοιάζομαι / γνοιάζομαι].