νεφελομετρία

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

η 1. (βιοχ.) μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού στοιχείων αιωρούμενων σε ένα υγρό με τη μέτρηση της αναδυόμενης από το διάλυμα ακτινοβολίας προς διεύθυνση διαφορετική από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτινοβολίας
2. (φυσ.-τεχνολ.) μέτρηση της θολότητας ενός υγρού, που οφείλεται στην παρουσία αιωρούμενων σωματιδίων σε λεπτότατο διαμερισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. nephelemetrie (< νεφέλη + -μετρώ < μέτρο)].