παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
και νταβάς, ο (Μ νταβατζής και νταουτζής)
νεοελλ.
εραστής και εκμεταλλευτής ιεροδούλων, γυναικών που ασκούν την πορνεία
μσν.
(νομ.) ο ενάγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davaci «συνήγορος» < dava «δίκη»].