νίτρωμα

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίτρωμα Medium diacritics: νίτρωμα Low diacritics: νίτρωμα Capitals: ΝΙΤΡΩΜΑ
Transliteration A: nítrōma Transliteration B: nitrōma Transliteration C: nitroma Beta Code: ni/trwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lye, PHolm.3.22, Hsch.s.v. χαλέρυπον.    2 scurf, dandruff, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

νίτρωμα: τό, τὸ ἀπόπλυμα ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι».

Greek Monolingual

νίτρωμα, τὸ (Α) νιτρώ
1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον
τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῡ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.)
2. πιτυρίδα.