ντελικάτος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ντελικάτος και δελικάτος και διλικάτος -η, -ον)
νεοελλ.
1. λεπτός στην κατασκευή ή στους τρόπους, λεπτοκαμωμένος, λεπτοφυής, ευγενικός, αβρός
2. ευπαθής, φιλάσθενος
μσν.
(για τρόφιμα) νόστιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delicato «αβρός, κομψός» < λατ. delicatus «τρυφερός, αβρός». Οι τ. με το -δ- (δελικάτος, διλικάτος) από υπεραστισμό].