νυκτεργασία

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek (Liddell-Scott)

νυκτεργασία: ἡ, ἔργον ἐν καιρῷ νυκτός, «νυχτέρι», Νικήτ. Χρ. 218Β.

Greek Monolingual

η (Μ νυκτεργασια)
εργασία που γίνεται κατά την διάρκεια της νύχτας, νυχτέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐργασία.