παιδοφονία
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ἡ,
A murder of one's children, Plu.2.727d, al.
German (Pape)
[Seite 442] ἡ, Kindermord, Plut. Popl. 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοφονία: ἡ, ὁ φόνος παιδίων, Πλούτ. 2. 727D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
meurtre d’enfants.
Étymologie: παιδοφόνος.
Greek Monolingual
η (Α παιδοφονία παιδοφόνος
φόνος παιδιών, παιδοκτονία.