παραγώνιος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγώνιος Medium diacritics: παραγώνιος Low diacritics: παραγώνιος Capitals: ΠΑΡΑΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: paragṓnios Transliteration B: paragōnios Transliteration C: paragonios Beta Code: paragw/nios

English (LSJ)

ον,

   A adjacent to an angle, Inscr.Délos 504 A6 (iii B. C.); λίθος Rev.Phil.43.202 (Didyma), Milet.7p.57.

Greek Monolingual

-ο / παραγώνιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το παραγώνιο
τεμάχιο από σιδερένιο έλασμα σχήματος Τ ή L το οποίο χρησιμεύει για την ενίσχυση τών ξύλινων ή σιδερένιων τμημάτων μιας κατασκευής στα σημεία σύνδεσής τους
αρχ.
αυτός που βρίσκεται κοντά στη γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γωνία + κατάλ. -ιος].