δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
οὐλόκερως, -ων (Α)αυτός που έχει ελικοειδή, συνεστραμμένα ή καμπύλα κέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «ελικοειδής» + -κέρως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].