δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
οὐλόκερως, -ων (Α)αυτός που έχει ελικοειδή, συνεστραμμένα ή καμπύλα κέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «ελικοειδής» + -κέρως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].