παντοίος
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
Greek Monolingual
-α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑ
ο κάθε γένους ή ο κάθε είδους, παντοδαπός, παντοειδής («παντοίᾳ τέχνῃ», Σοφ.)
αρχ.
1. οποιοσδήποτε, καθένας
2. φρ. «παντοῑος γίνεται» — παίρνει κάθε μορφή, δηλ. μεταχειρίζεται κάθε μέσο, κάνει το καθετί («παντοῑος γενόμενος ὑπὲρ τοῡ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», Πλούτ.).
επίρρ...
παντοίως ΝΜΑ
με όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επίθημα -οῖος
(πρβλ. αλλοίος, ποίος, τοίος)].