παραδέρνω

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ΝΜ, παραδέρω Α
νεοελλ.
1. δέρνω πάρα πολύ
2. (κυρίως για πλοίο) χτυπιέμαι από τα κύματα, κλυδωνίζομαι («βαρκούλα μέσ' στις θάλασσες παράδερνε μονάχη», Βιζυην.)
3. κινούμαι πέρα δώθε
4. μτφ. παλεύω με αντίξοες περιστάσεις, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ, κατατυραννιέμαι
5. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) παραδαρμένος, -η, -ο
πολύπαθης, ταλαίπωρος
6. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ο υ σ.) η παραδαρμένη
(σκωπτικά) η κοιλιά
7. φρ. «παραδέρνει το μυαλό του» — δεν έχει σταθερές γνώμες ή ιδέες, αμφιταλαντεύεται
μσν.
ταλαιπωρώ
αρχ.
γδέρνω.