Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πατρόφιλος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
Sophocles, Antigone, 781

Greek (Liddell-Scott)

πατρόφιλος: η, ον,= φιλοπάτωρ, Θεόφιλ. Ἀντιοχ. 1600Α. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 326.

Greek Monolingual

-η, -ον, Μ
φιλοπάτωρ, αυτός που αγαπά τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδό-φιλος].