φιλοπάτωρ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, loving one's father, E.Or.1605, IA638, Arist.EN1148a34, Jul.Ep. 89b; title of Ptolemy IV, OGI89, al. (θεοὶ Φ., of himself and his consort, ib.93, etc.); of Ptolemy IX, ib.739; of Ariobarzanes II, ib.354; of Ariarathes V, ib.352.
German (Pape)
[Seite 1283] ορος, den Vater liebend; Eur. Or. 1605 I. A. 638; Plut. Demetr. 3.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui aime son père.
Étymologie: φίλος, πατήρ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπάτωρ: ορος (ᾰ) adj. любящий своего отца Eur., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Εὐρ. Ὀρ. 1605, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 638· Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 4, 5· ― ὄνομα ἑνὸς τῶν Πτολεμαίων καὶ ἄλλων τινῶν βασιλέων, Συλλογ. Ἐπιγρ. 357, 358, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που αγαπά τον πατέρα του
2. (το αρσ.) προσωνυμία ενός Πτολεμαίου, καθώς και άλλων βασιλέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. προπάτωρ.
Greek Monotonic
φῐλοπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τον πατέρα του, σε Ευρ.
Middle Liddell
φῐλο-πᾰ́τωρ, ορος, ὁ, ἡ,
loving one's father, Eur.