πατρόφιλος

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατρόφιλος: η, ον,= φιλοπάτωρ, Θεόφιλ. Ἀντιοχ. 1600Α. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 326.

Greek Monolingual

-η, -ον, Μ
φιλοπάτωρ, αυτός που αγαπά τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδόφιλος].