περιοδεύσιμος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον,
A with circuitous ways, Gloss.
German (Pape)
[Seite 584] mit Umwegen (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιοδεύσιμος: -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, Μ περιόδευσις
αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να περιοδεύσει.