νυκτιλαθραιοφάγος

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλαθραιοφάγος Medium diacritics: νυκτιλαθραιοφάγος Low diacritics: νυκτιλαθραιοφάγος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΑΘΡΑΙΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: nyktilathraiophágos Transliteration B: nyktilathraiophagos Transliteration C: nyktilathraiofagos Beta Code: nuktilaqraiofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A eating secretly by night, Epigr. ap. Hegesand. I.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλαθραιοφάγος: -ον, ἐσθίων κρυφίως τὴν νύκτα, Ἀνθ. Π. παράρτημ. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange la nuit en cachette.
Étymologie: νύξ, λαθραῖος, φαγεῖν.

Greek Monolingual

νυκτιλαθραιοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει κρυφά κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λαθραῖος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω)].