νυφικός

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

και νυμφικός, -ή, -ό (ΑΜ νυμφικός, -ή, -όν, Μ και νυφικός, -ή, -όν) νύφη
ο σχετικός με τη νύφη (α. «νυφική ανθοδέσμη» β. «δώμα νυμφικόν», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νυφικό
λευκό, συνήθως, και μακρύ φόρεμα της νύφης κατά την τελετή του γάμου
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζευγάρι που παντρεύεται, γαμήλιος («νυφικά στέφανα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νυ(μ)φικά
η περιβολή της νύφης κατά τη γαμήλια τελετή
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Νύμφες
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζητήματα που έχουν σχέση με τον γαμπρό και τη νύφη.
επίρρ...
νυμφικώς (ΑΜ)
με γαμήλιο τρόπο.