νυφικός

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source

Greek Monolingual

και νυμφικός, -ή, -ό (ΑΜ νυμφικός, -ή, -όν, Μ και νυφικός, -ή, -όν) νύφη
ο σχετικός με τη νύφη (α. «νυφική ανθοδέσμη» β. «δώμα νυμφικόν», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νυφικό
λευκό, συνήθως, και μακρύ φόρεμα της νύφης κατά την τελετή του γάμου
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζευγάρι που παντρεύεται, γαμήλιος («νυφικά στέφανα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νυ(μ)φικά
η περιβολή της νύφης κατά τη γαμήλια τελετή
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Νύμφες
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζητήματα που έχουν σχέση με τον γαμπρό και τη νύφη.
επίρρ...
νυμφικώς (ΑΜ)
με γαμήλιο τρόπο.