νυφικός
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
Greek Monolingual
και νυμφικός, -ή, -ό (ΑΜ νυμφικός, -ή, -όν, Μ και νυφικός, -ή, -όν) νύφη
ο σχετικός με τη νύφη (α. «νυφική ανθοδέσμη» β. «δώμα νυμφικόν», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νυφικό
λευκό, συνήθως, και μακρύ φόρεμα της νύφης κατά την τελετή του γάμου
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζευγάρι που παντρεύεται, γαμήλιος («νυφικά στέφανα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νυ(μ)φικά
η περιβολή της νύφης κατά τη γαμήλια τελετή
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Νύμφες
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζητήματα που έχουν σχέση με τον γαμπρό και τη νύφη.
επίρρ...
νυμφικώς (ΑΜ)
με γαμήλιο τρόπο.