Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
νυμφιῶ, -άω (Α)
(για θηλ. άλογο) έχω οργασμό, γίνομαι μανιώδης για οχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστ-ιώ)].