ξεβιδώνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω
2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση
3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τον ξεβίδωσαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + βιδώνω].